αλτρουιστικός

αλτρουιστικός
-ή, -ό [αλτρουιστής]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αλτρουισμό ή τον αλτρουιστή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αλτρουιστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αλτρουισμό: Έδειξε απέναντί του αισθήματα αλτρουιστικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλτρουιστής — ο (θηλ. ίστρια) αυτός που διαπνέεται απο ανιδιοτελή συναισθήματα ανθρωπισμού, φιλαλληλίας, αλτρουισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. altruiste «αυτός που αγαπάει τους άλλους» (< λατ. alter «άλλος»). ΠΑΡ. νεοελλ. αλτρουιστικός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”